- ταυτοκλινής
- -ές, Ααυτός που έχει το ίδιο κλίμα με άλλον, δηλαδή αυτός που βρίσκεται στο ίδιο γεωγραφικό πλάτος («μόλις γὰρ ἄν ταὐτοκλινεῑς εἶεν τοῑς κατ' Ἀμισόν», Στράβ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο)- / ταυτ(ο)-* + -κλινής (< κλίνω, πρβλ. και κλίμα)].
Dictionary of Greek. 2013.